τυχερός

τυχερός
-ή, -ό, Ν
βλ. τυχηρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυχερός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, καλότυχος: Τυχερός στο γάμο του. 2. που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος: Να σου κάνει ποδαρικό, είναι τυχερός. 3. που γίνεται τυχαία, τυχαίος, συμπτωματικός: Για τα τυχερά γεγονότα κανείς δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • I'm Feeling Lucky — J ai de la chance J ai de la chance J ai de la chance (originalement en anglais I m Feeling Lucky) est, dans le moteur de recherche Google, le mode de recherche qui ouvre directement la page arrivant en tête des résultats, sans passer par la… …   Wikipédia en Français

  • I'm feeling lucky — J ai de la chance J ai de la chance J ai de la chance (originalement en anglais I m Feeling Lucky) est, dans le moteur de recherche Google, le mode de recherche qui ouvre directement la page arrivant en tête des résultats, sans passer par la… …   Wikipédia en Français

  • J'ai De La Chance — J ai de la chance (originalement en anglais I m Feeling Lucky) est, dans le moteur de recherche Google, le mode de recherche qui ouvre directement la page arrivant en tête des résultats, sans passer par la liste des propositions. Il tire son nom… …   Wikipédia en Français

  • J'ai de la chance — Bouton « J ai de la chance » J ai de la chance (originalement en anglais I m Feeling Lucky) est, dans le moteur de recherche Google, le mode de recherche qui ouvre directement la page arrivant en tête des résultats, sans passer par la… …   Wikipédia en Français

  • έμμορος — (I) ἔμμορος, ον (Α) αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, κοινωνός. (II) ἔμμορος, ον (Α) τυχερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”